- ἄβαγνα
- ἄβαγνα· ῥόδα ἀμάραντα (Maced.), Hsch. [full] ἀβάδιστος, ον,A untrodden, πόντος Sch.Opp.H.2.526. [full] ἄβαζος· ἥσυχος, Suid. [full] ἀβαήρ· ὁ λεπτός, Suid. [full] ἀβάθ· διδάσκαλος (Cypr.), Hsch. [full] ἀβάθματα· στρέμματα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.